Πώς μπορείς να κάνεις Τέχνη όταν γίνεται της πουτάνας; Όπως πάντα: με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο. Ή: με λογισμό και μ’ όνειρο. Ίσως η μόνη Τέχνη που έχει ενδιαφέρον είναι αυτή που πραγματοποιείται ακριβώς όταν γίνεται της πουτάνας. Τουλάχιστον για μία γραμμή καλλιτεχνικής δημιουργίας – αυτή που τη συνδέει ένα κόκκινο νήμα ταραχής/οδύνης/ξεσπάσματος/ξεφαντώματος/συγκλονισμών (εξωτερικών και εσωτερικών, συνάμα).
Δείτε το DADA, δείτε τον Ρωσικό Φουτουρισμό, δείτε τον Υπερρεαλισμό, δείτε τους Λετριστές, δείτε τους Καταστασιακούς. Δείτε τον Σελίν, τον Τζέιμς Τζόις, τον Χένρι Μίλερ. Να δημιουργούν μέσα στην κόλαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στην αθλιότητα του Μεσοπολέμου, μέσα στο φαιό τίποτα του Μεταπολέμου.
Ή πάλι δείτε την Αναγέννηση, και θυμηθείτε τη φοβερή φράση του μεγίστου Όρσον Ουέλς (από τον Τρίτο Άνθρωπο): «Τετρακόσια χρόνια ειρήνης και γαλήνης στην Ελβετία, και παρήχθη μονάχα το ρολόι-κούκος. Βία, κόλαση, και συγκρούσεις στην Ιταλία των Βοργίων (και των οργίων, ας συμπληρώσω εγώ), και έχουμε την πιο λαμπρή τέχνη».
Για τον καλλιτέχνη, άλλωστε, διαρκώς γίνεται της πουτάνας. Ακόμα κι αν αποσυρθεί σ’ ένα ιδανικό ατελιέ, εντός του επικρατεί ορυμαγδός – καθώς διαρκώς έχει να παλέψει με τα φαντάσματά του, μ’ αυτούς που ήρθαν πριν απ’ αυτόν και τόλμησαν να τραντάξουν τον κόσμο με την τέχνη τους, κι επίσης μ’ αυτούς που ψυχανεμίζεται ότι θα έρθουν ύστερα απ’ αυτόν και θα τον υπερβούν, είτε αφού τον σεβαστούν είτε αφού τον πετάξουν στο χαντάκι του χαμού και στης λίμνης τη λήθη.
Ναι, για τον καλλιτέχνη γίνεται διαρκώς και πάντα κι αενάως της πουτάνας: είναι (θα πρέπει να είναι) το κατ’ εξοχήν διαλεκτικό ον, ζει σε μιαν ακόπαστη σύγκρουση του έξω με το μέσα, και σε μιαν αδιάλειπτη, επίσης συγκρουσιακή αλλά και εναρμονιστική, πλέξη παρελθόντος/ παρόντος/ μέλλοντος.
Για τον αληθινό καλλιτέχνη, το καθήκον είναι τεράστιο, βαρύτατο, και συνάμα παιγνιώδες. Γιατί οφείλει, αν θέλει να αφήσει έστω έναν αστερίσκο υποσημειώσεως στο Βιβλίο της Ανησυχίας της Παγκόσμιας Τέχνης, να παλεύει, δίχως στιγμή να σταματάει, στο μεταίχμιο οδύνης & ηδονής, δακρύων & ομηρικών γελώτων, ψυχικής καύσης & εγκεφαλικής δρόσου, πάντα απ’ τη μεριά της Ζωής, ακούγοντας την κλαγγή του Ανδρέα Εμπειρίκου που καλούσε να κάνουμε οίστρον της ζωής τον φόβο του θανάτου.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 11/ΧΙΙ/2008
Δείτε το DADA, δείτε τον Ρωσικό Φουτουρισμό, δείτε τον Υπερρεαλισμό, δείτε τους Λετριστές, δείτε τους Καταστασιακούς. Δείτε τον Σελίν, τον Τζέιμς Τζόις, τον Χένρι Μίλερ. Να δημιουργούν μέσα στην κόλαση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στην αθλιότητα του Μεσοπολέμου, μέσα στο φαιό τίποτα του Μεταπολέμου.
Ή πάλι δείτε την Αναγέννηση, και θυμηθείτε τη φοβερή φράση του μεγίστου Όρσον Ουέλς (από τον Τρίτο Άνθρωπο): «Τετρακόσια χρόνια ειρήνης και γαλήνης στην Ελβετία, και παρήχθη μονάχα το ρολόι-κούκος. Βία, κόλαση, και συγκρούσεις στην Ιταλία των Βοργίων (και των οργίων, ας συμπληρώσω εγώ), και έχουμε την πιο λαμπρή τέχνη».
Για τον καλλιτέχνη, άλλωστε, διαρκώς γίνεται της πουτάνας. Ακόμα κι αν αποσυρθεί σ’ ένα ιδανικό ατελιέ, εντός του επικρατεί ορυμαγδός – καθώς διαρκώς έχει να παλέψει με τα φαντάσματά του, μ’ αυτούς που ήρθαν πριν απ’ αυτόν και τόλμησαν να τραντάξουν τον κόσμο με την τέχνη τους, κι επίσης μ’ αυτούς που ψυχανεμίζεται ότι θα έρθουν ύστερα απ’ αυτόν και θα τον υπερβούν, είτε αφού τον σεβαστούν είτε αφού τον πετάξουν στο χαντάκι του χαμού και στης λίμνης τη λήθη.
Ναι, για τον καλλιτέχνη γίνεται διαρκώς και πάντα κι αενάως της πουτάνας: είναι (θα πρέπει να είναι) το κατ’ εξοχήν διαλεκτικό ον, ζει σε μιαν ακόπαστη σύγκρουση του έξω με το μέσα, και σε μιαν αδιάλειπτη, επίσης συγκρουσιακή αλλά και εναρμονιστική, πλέξη παρελθόντος/ παρόντος/ μέλλοντος.
Για τον αληθινό καλλιτέχνη, το καθήκον είναι τεράστιο, βαρύτατο, και συνάμα παιγνιώδες. Γιατί οφείλει, αν θέλει να αφήσει έστω έναν αστερίσκο υποσημειώσεως στο Βιβλίο της Ανησυχίας της Παγκόσμιας Τέχνης, να παλεύει, δίχως στιγμή να σταματάει, στο μεταίχμιο οδύνης & ηδονής, δακρύων & ομηρικών γελώτων, ψυχικής καύσης & εγκεφαλικής δρόσου, πάντα απ’ τη μεριά της Ζωής, ακούγοντας την κλαγγή του Ανδρέα Εμπειρίκου που καλούσε να κάνουμε οίστρον της ζωής τον φόβο του θανάτου.
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Πλατεία Παπαδιαμάντη, 11/ΧΙΙ/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου