Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Συλλογή/ Πανικός


Γιώργος Τζιρτζιλάκης

Ο Ιανός έχει δύο πρόσωπα. Είτε κοιτάζει στο παρελθόν είτε στο παρόν βλέπει τα ίδια πράγματα. (Maxim Du Camp, Paris, τομ. 6)

Θέλω να αναπτύξω εδώ μια άποψη που με ενδιαφέρει πάνω στην έννοια της κατοίκησης. Όσο περνάει ο καιρός, συμφωνώ πως πρόκειται για μία πράξη συλλογής˙ μια συλλεκτική πράξη. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών με βοήθησαν να συμπληρώσω την ιδέα της συλλογής, προσθέτοντάς της την έννοια του πανικού. Προφανώς, η αναφορά στο «άτσαλο» βιβλίο του Virilio Πανικόβλητη πόλη είναι εμφανής.
Ας πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή. Αν και ως εδώ έχετε κάνει μια χαϊντεγκεριανού τύπου συζήτηση, ομολογώ πως είμαι αντίθετος. Αν και με ενδιαφέρει πολύ η σκέψη του Heidegger, νομίζω ότι σήμερα πρέπει να την αναγνώσουμε με νέο τρόπο. Κατά τον Heidegger το
κατοικείν προηγείται του Είναι και έπειτα ακολουθεί το κτίζειν και το σκέπτεσθαι. Σήμερα αυτή η ακολουθία έχει ανατραπεί. Τώρα, στην ουσία πρώτα χτίζουμε, δημιουργούμε ένα χώρο, ακολουθεί το σκέπτεσθαι του περιβάλλοντος και έρχεται τελευταίο το κατοικείν. Αυτό νομίζω ότι μας οδηγεί να δούμε με άλλους όρους, να διαβάσουμε ανάποδα ή αντίστροφα, αυτήν την κουλτούρα που ως τώρα αποτελούσε θέσφατο. Δηλαδή την κουλτούρα της κατοίκησης που προέκυψε από τον Heidegger σε μια ιδιαίτερη εποχή, κοντά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μία περίοδο που συνέβη μια αναθεώρηση της πράξης της κατοίκησης. Το τι, το γιατί και το πώς είναι η κατοίκηση ως συλλογική πρακτική θα το περάσουμε αρκετά γρήγορα, λέγοντας πως έτσι ήταν πάντοτε. Έχει να κάνει με ένα δομικό στοιχείο της κατοίκησης, το "συλλέγω", ως ένας μηχανισμός της ζωής, της ύπαρξης. "Συλλέγω" πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για να ζω. Αυτή η έννοια έχει υποστεί μεγάλες μεταβολές και έριδες.
Αν διάλεγα ένα όρο, θα τον έπαιρνα από ένα κείμενο του Walter Benjamin, που νομίζω πως παραμένει πιο σύγχρονος στην αντίληψή του για την κατοίκηση (μου κάνει εντύπωση πως όταν στην Ελλάδα μιλάμε για την κατοίκηση στεκόμαστε πολύ στον Heidegger και λιγότερο στον Benjamin). O Benjamin αναφέρει στο κείμενό του για τη βιβλιοθήκη τη φράση «η αθόρυβη ανία της ταξιθεσίας» (Walter Benjamin, «Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου», μτφρ. Βαγγέλη Μπιτσώρη, στο
Περί βιβλιοθηκών, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1993). Θα μπορούσαμε να πούμε πως η πράξη της κατοίκησης είναι μια πράξη «αθόρυβης ανίας της ταξιθεσίας». «Αθόρυβη» γιατί η κατοίκηση δεν είναι κάτι «κραυγαλέο». Είναι κάτι εσωτερικό, προσωπικό, ή προσωποποιημένο. «Ανία», γιατί νομίζω η κατοίκηση συνυπάρχει με την ανία. Δεν είναι εξ ορισμού εκθεσιακό, δεν είναι μία δήλωση προθέσεων, δεν είναι τίποτα. Η κατοίκηση έχει να κάνει με το ασήμαντο, με το τίποτα, με το μηδέν, με το κενό, με το καθημερινό- αν θέλετε να το πούμε με όρους περισσότερο κοινωνικούς. Και η «ταξιθεσία», γιατί στην ουσία η κατοίκηση εμπεριέχει αυτές τις δύο έννοιες που συνυπάρχουν, την ανάγκη του να πρέπει να οργανώνουμε έναν χώρο και τη συνεχή πραγματικότητα του χαώδους. Ουσιαστικά πρόκειται για μία ταλάντευση, μία διαρκή μετάβαση από μία κατάσταση τάξης σε μία κατάσταση χάους. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε έναν σύγχρονο ορισμό της κατοίκησης. Σήμερα οι ιδέες αυτές αντλούν και στηρίζονται στην έννοια της ροής, οπότε η κατοίκηση γίνεται κάτι πιο μεταβλητό ή πιο ρευστό και όχι κάτι στατικό.
Η σχέση μας με το γερμανικό Erde, με τη γη, είναι και αυτό ένα ερώτημα που φαντάζομαι απασχολεί και εσάς. Είναι κατά κάποιο τρόπο η «κολώνα» που κατασκευάσατε˙ είναι η επιθυμία της «κολώνας», η επιθυμία να στηθεί κάπου ή η επιθυμία να ριζώσω ανάποδα. Γιατί η δική σας «κολώνα» έχει ορίζοντα στον ουρανό. Έκανε μιαν αντιστροφή του
τετραμερούς˙ αντί να ριζώσει στη γη, ριζώνει στον ουρανό. Στην ουσία ριζώνει στο άτοπο. Άρα η αναμονή όπως το είδατε εσείς είναι ένα –ας το πούμε- ανάποδο ρίζωμα.
Σήμερα, όπως ήδη γνωρίζουμε, όλα είναι συλλογή. Το blog σας, η πόλη, τα κείμενα, το σπίτι είναι συλλογή. Προερχόμαστε από μία λέξη με πολιτική καταγωγή, την
πολυσυλλεκτικότητα, την οποία αν τη δούμε με όρους σύγχρονης τέχνης μειώνει την κριτική ικανότητα. Η πολυσυλλεκτικότητα είναι το αντίθετο της κριτικής ικανότητας. Συλλέγω τα πάντα χωρίς να ξέρω γιατί. Αν δούμε τα μοντέλα κατοίκησης, τα οποία υπάρχουν γύρω μας σήμερα, αυτή η λογική της συλλεκτικής δραστηριότητας είναι κυρίαρχη.

«Πράγματι, για την ανανέωση της ύπαρξης τα παιδιά διαθέτουν μια πολυσχιδή πρακτική ικανότητα, που ουδέποτε περιέρχεται σε αμηχανία. Στα παιδιά η συλλεκτική δραστηριότητα είναι απλώς μία από τις διαδικασίες ανανέωσης˙ άλλη διαδικασία είναι το χρωμάτισμα των αντικειμένων, μια άλλη το ψαλίδισμα ιχνογραφημένων μορφών, ακόμα μια άλλη η αποτύπωση με τη μέθοδο της χαλκομανίας- όλη η κλίμακα των τρόπων της παιδικής οικειοποίησης, από την ψαύση ενός αντικειμένου ως την ονομασία του. Η ανανέωση του γηραιού κόσμου: ιδού η βαθύτερη ενόρμηση της επιθυμίας του συλλέκτη να αποκτήσει νέα αντικείμενα» (Ό.π.,σ. 153)

Η κατοίκηση και η συλλεκτικότητα αυτή έχει να κάνει με την ανανέωση της ύπαρξης. Υπάρχει μια μεγάλη τομή σε αυτήν την ιδέα της κατοίκησης με το "συλλέγειν", τη συλλεκτική πρακτική στην ουσία. Η τομή αυτή γίνεται εμφανείς στις ευρωπαϊκές πόλεις της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα, ή και πιο πριν, το Παρίσι του Λουδοβίκου Φίλιππου, όπου κάνει την εμφάνισή του ο ενδιάμεσος χώρος, ως διάσπαση μεταξύ του εσωτερικού (
intérieur) και του εξωτερικού, την πόλη. Εδώ γίνεται μια μεγάλη τομή. Αυτό που ο κάτοικος δεν βρίσκει στην πόλη προσπαθεί να το συγκροτήσει στο εσωτερικό. Αυτή είναι μία μεγάλη αλλαγή που διαφοροποιεί τον χώρο κατοικίας από το χώρο εργασίας. Ο κάθε ένας από εμάς, ο κάθε κάτοικος, προσπαθεί να συλλέξει ίχνη στο σπίτι του. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία γιγάντια συσσώρευση ιχνών, αναμνήσεων, εμπειριών ή βιωμάτων. Κατά κάποιον τρόπο η κατοίκηση αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας συσσώρευσης.


Το Ιατρείο του Freud στη Βιέννη ήταν ουσιαστικά ένα μνημόνιο, μια δήλωση όλων των αναφορών, όλων αυτών με τα οποία είχε ασχοληθεί. O Freud μας ωθεί σε μιαν άλλη ανάγνωση: μπορούμε να δούμε την κατοίκηση σαν ένα άλλο είδος αρχαιολογίας. Αν θέλουμε να αναγνώσουμε ένα χώρο θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία του αρχαιολόγου, την στρωματογραφία για παράδειγμα: να ανασκάψω σε στρώματα για να δω ποιος κατοικεί, ποιες είναι οι εμπειρίες του, ποια είναι η ζωή του, τι συμβαίνει σε αυτόν το χώρο, τι συνέβη πριν κλπ.. Άρα λοιπόν, η πρακτική του αρχαιολόγου μας δίνει ένα χρήσιμο εργαλείο αν θέλουμε να αναγνώσουμε την κατοίκηση. Εδώ, εσείς έχετε αφαιρέσει τα ίχνη της κατοίκησης. Τα ίχνη είναι μόνο δικά σας. Δεν υπάρχει άλλο ίχνος. Τα ίχνη είναι εξαφανισμένα. Έχουμε μία παράδοξη, κρυφή ή «μουλωχτή» αναπαραγωγή του white cube. Ένας χώρος που κατοικείται από εσάς, αλλά δεν φαίνεται να κατοικείται. Αν ερχόταν κάποιος εδώ θα έλεγε πως εδώ δε μένει κανένας.



Νομίζω πως το μεγαλύτερο project εξαφάνισης των ιχνών της κατοίκησης είναι ο μοντερνισμός, η νεωτερικότητα. Η νεωτερικότητα στην ουσία επιχείρησε κάτι ασύλληπτο: το να μπορούμε να κατοικήσουμε το σχεδόν τίποτα κατά τον Mies van der Rohe. Η νεωτερικότητα προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο κατοίκησης, σα μια «νεκροφάνεια» της κατοίκησης, το να προσπαθώ να κατοικήσω ένα χώρο της μη ύπαρξης: τον άδειο κενό χώρο. Σε αυτήν την ιδέα της νεωτερικότητας υπάρχει η ιδέα του white cube˙ υπάρχει σαν αρχέτυπο η δομή του λευκού, «αντισηπτικού», διαστημικού υπερ- χώρου, εκεί όπου δεν κατοικεί κανένας, αλλά κατοικούν όλοι.

«
Ο Scheerbart όμως, για να επιστρέψουμε σ’ αυτόν, αποδίδει τεράστια σημασία στο να τακτοποιεί τους ανθρώπους του- και σύμφωνα με τα πρότυπά τους τους συμπολίτες του- σε κοινωνικά αποδεκτά καταλύματα: σε γυάλινα σπίτια που μετακινούνται πάνω σε ράγες, σαν αυτά που εν τω μεταξύ παρουσίασαν ο Loos και ο Le Corbusier. Το γυαλί δεν είναι τυχαία ένα τόσο σκληρό και λείο υλικό, πάνω στο οποίο τίποτα δεν κολλά. Είναι επίσης κρύο και νηφάλιο. Τα πράγματα από γυαλί δεν έχουν «Αίγλη». Το γυαλί γενικά είναι ο εχθρός του μυστικού. Είναι επίσης ο εχθρός της ιδιοκτησίας. Ο μεγάλος ποιητής André Gide είπε κάποτε: Κάθε πράγμα που θέλω να αποκτήσω μου γίνεται αδιάφανο. Μήπως οι άνθρωποι σαν τον Scheerbart ονειρεύονται γυάλινα κτίσματα επειδή είναι οπαδοί μιας νέας φτώχειας; Αλλά ίσως εδώ μια σύγκριση να μας πει περισσότερα απ’ όσα η θεωρία. Με την είσοδο σε ένα αστικό δωμάτιο της δεκαετίας του ’80, και παρ’ όλη την άνεση που πιθανά να εμφανίζει, η ισχυρότερη εντύπωση που αποκομίζει κανείς είναι ότι «εδώ δεν έχει καμία δουλειά». Εδώ δεν έχει καμία δουλειά- γιατί εδώ δεν υπάρχει τίποτα όπου ο ένοικος δεν έχει ήδη αφήσει τα ίχνη του: στο περβάζι με τα κομψοτεχνήματα, στην πολυτελή πολυθρόνα με τα κεντήματα, στα παράθυρα με τις κουρτίνες, μπροστά από το τζάκι με το προστατευτικό του. Μια ωραία πρόταση του Brecht μας βοηθά εδώ να προχωρήσουμε περισσότερο: «Εξαφάνισε τα ίχνη», έτσι λέει το ρεφραίν στο πρώτο ποίημα του «Αναγνωστικού για κατοίκους της πόλης». Εδώ, στο αστικό δωμάτιο η αντίθετη συμπεριφορά έχει καταστεί συνήθεια. Και αντίστροφα, το «εσωτερικό» αναγκάζει τον ένοικο να προσαρμοστεί σε ένα πλήθος συνηθειών, συνηθειών που ανταποκρίνονται περισσότερο στο «εσωτερικό» που μένει παρά σ’ αυτόν τον ίδιο. Αυτό το καταλαβαίνει ο καθένας που γνωρίζει τη γελοία κατάσταση στην οποία βρέθηκαν ένοικοι τέτοιων Plüschgelasse όταν στο νοικοκυριό κάτι δεν πάει καλά. Ακόμη και ο τρόπος που εξοργίζονταν – και αυτό το συναίσθημα που σιγά- σιγά αρχίζει να εξαφανίζεται, μπορούσαν και το έδειχναν αριστοτεχνικά— ήταν προ πάντων η αντίδραση ενός ανθρώπου που κάποιος έσβησε «τα ίχνη των ημερών του επί της γης». Αυτά κατόρθωσαν ο Scheerbart με το γυαλί και το Bauhaus με το ατσάλι: δημιούργησαν χώρους στους οποίους είναι δύσκολο κάποιος να αφήσει ίχνη: «Σύμφωνα με όσα είπανε», έλεγε ο Scheerbart πριν από είκοσι χρόνια. «μπορούμε λοιπόν κάλλιστα να μιλήσουμε για κουλτούρα γυαλιού. Αυτό το νέο Glas- Milieu θα μεταμορφώσει τον άνθρωπο εντελώς. Και τώρα μπορούμε μόνο να ευχηθούμε, ότι η νέα αυτή κουλτούρα δεν θα βρει πολλούς εχθρούς». (Walter Benjamin, «Εμπειρία και φτώχεια», στο Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2005)

Ο άνθρωπος που για μένα είναι ο κατ’ εξοχήν καταγραφέας της μοντέρνας κατοίκησης, δεν είναι ο αρχιτέκτονας και πολύ περισσότερο ο καλλιτέχνης: είναι ο ντεντέκτιβ. Νομίζω πως πρέπει να δούμε τον ντεντέκτιβ σαν το πιο ιδιοφυές μοντέλο ανάγνωσης των χώρων κατοίκησης που διαθέτουμε μέχρι σήμερα. Αν παρατηρήσουμε τον ντεντέκτιβ του Edgar Allan Poe στο αμετάφραστο στα ελληνικά κείμενό του Η φιλοσοφία της επίπλωσης μας υποδεικνύει ότι ο ντεντέκτιβ είναι ο πιο διορατικός, ο πιο παρατηρητικός «πολίτης» των ανθρώπινων ιχνών και της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στην κατοίκηση. Θα μπορούσαμε να θέσουμε μια δεύτερη υπόθεση σε αυτές που έχουμε βάλει ως τώρα: το μοντέλο του ντεντέκτιβ. Να δούμε την πρακτική, τη στρατηγική του όσων αφορά την παρατήρηση του χώρου και του περιβάλλοντος. Ας βάλουμε λοιπόν δίπλα στην ιδέα του αρχαιολόγου, την ιδέα του ντεντέκτιβ. Όλοι μας είμαστε κατά κάποιον τρόπο ντεντέκτιβ του χώρου.
Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά σε δύο ρεύματα –αν και υπάρχουν και ενδιάμεσες καταστάσεις, δύο αντιλήψεις κατοίκησης. Η «σωρευτική» και αυτή της «εξαφάνισης των ιχνών». Στην πορεία, η εμφάνιση για παράδειγμα της καταναλωτικής κοινωνίας, μας δημιούργησε νέα δεδομένα, όπως την έννοια του
φετίχ, είτε με την ψυχαναλυτική, είτε με τη μαρξιστική σκοπιά. Πώς λειτουργεί δηλαδή το φετίχ στην έννοια της κατοίκησης; Δεν υπάρχει κατοίκηση χωρίς φετίχ. Ο φετιχισμός συνδέει το δίπολο της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας˙ ένα δίπολο το οποίο αποθηριώθηκε στις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ιδέα της ανάπτυξης του εσωτερικού χώρου, στον οποίο στέκεται ο Benjamin, σε πρωτεύοντα στοιχείο της δημιουργίας της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής συνείδησης συνυπάρχει εκείνη την εποχή με το παραλήρημα του εμπορεύματος που τότε συμβαίνει στα πολυκαταστήματα και τις εμπορικές στοές. Αυτό που σήμερα συναντάμε στην περίπτωση των σύγχρονων πολυχώρων της κατανάλωσης είτε πρόκειται για malls, είτε χώροι διασκέδασης, ή ό,τι άλλο. Κρατώντας αυτήν την αμφιθυμία είναι, πιστεύω, αστείο να ερχόμαστε σήμερα να καταγγέλλουμε τα malls σαν χώρους αποκλειστικά σαν χώρους εκφυλισμού και αλλοτρίωσης. Οι χώροι αυτοί αποτελούν "πυκνωτές δραστηριοτήτων", απέναντι στους οποίους πρέπει σαφώς να κρατάμε κριτική στάση, οφείλοντας όμως παράλληλα να δούμε το πώς λειτουργεί αυτό το σύμπαν στο οποίο βρισκόμαστε εμείς.


Ελαφρώς απομακρυσμένο από τις παραπάνω εικόνες είναι αυτό το εξώφυλλο των Νέων, που αναφέρεται στα γεγονότα των ημερών. Ένα από τα δεδομένα τα οποία έχουν προκύψει στην κουλτούρα της κατοίκησης μεταπολεμικά- στην ουσία από την εφεύρεση της τηλεόρασης και μετά- είναι το φαινόμενο του πανικού. Ο πολλαπλασιασμός των καταστάσεων ή των κρίσεων άγχους, της φοβικής κατάστασης, ή ακόμα και αυτό που θέτει ο Paul Virilio ως «υπουργείο του φόβου», είναι ένα δεδομένο που σήμερα ταυτίζεται με τις μεγάλες πόλεις. Βέβαια, ο Merleau- Ponty πολύ σωστά είχε επισημάνει το ότι ο πανικός προκύπτει από την αποθέωση της πειθαρχίας, από την αποθέωση της υπακοής˙ ουσιαστικά ο πανικός είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής υπακοής, είναι ένα ξέσπασμα της μη ελεγχόμενης υπερβολικής υπακοής. Πράγματι, πρέπει να το δούμε έτσι. Ο όρος προέρχεται από τον Πάνα. Ο πανικός που προέκυψε στη μάχη του Μαραθώνα ήταν προϊόν ενός ασύλληπτου θορύβου, ενός συριγμού, μιας υπερβολικής κακοφωνίας που παρήγαγε ο Πάνας, που τρομοκρατούσε τους υπόλοιπους τρέποντάς τους σε φυγή. Προκαλούσε έτσι μια αποσταθεροποίηση της συμπεριφοράς αυτού που το άκουγε. Στην περίπτωσή μας αυτήν την εκκωφαντική διαπεραστικότητα θα τη συνδέαμε με την αναπαραγωγή των media στο living room του καθενός. Κατά κάποιον τρόπο, δημιουργείται ένας νέος ορίζοντας της κατοίκησης που συνεχώς εμπεριέχει τις καταστάσεις πανικού. Σήμερα ουσιαστικά η κατοίκηση δεν έχει να κάνει καθόλου με το τετραμερές του Heidegger˙ έχει πολύ περισσότερο να κάνει με αυτά τα νέα δεδομένα ενός οριζόντιου πολιτισμού πληροφορίας.
Ερχόμαστε έτσι ξανά στα ίχνη. Είδαμε πριν το μοντέλο εξαφάνισης των ιχνών αναφερόμενοι στην κατοίκηση του τύπου του Mies van der Rohe. Θα μπορούσαμε να δούμε αυτό το σπίτι στο Brno σαν μια αλληγορία του κυβερνοχώρου. Στην ουσία, η μεγαλύτερη εξαφάνιση των ιχνών υφίσταται στον κυβερνοχώρο. Μια σειρά από τεχνολογίες του σώματος, «ενθέσεις» του σώματος, επαναφέρουν το μοντέλο κατοίκησης του Mies van der Rohe. Νομίζω πως δεν μπορούμε να βρούμε καλύτερη εικόνα που να συμπυκνώνει αυτό το μοντέλο κατοίκησης από την κουλτούρα που εξέφρασε ο Mies van der Rohe. Αυτή η ιδέα της εξαφάνισης, ή του κλονισμού των ιχνών, είναι μια διάχυτη κουλτούρα σήμερα, παρότι θεωρούμε ότι ανήκει στη μοντέρνα ουτοπία. Πολλά από τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ουτοπίας διαχύθηκαν σε μία σειρά από κοινωνικά φαινόμενα και σε μια σειρά από τρόπους ζωής.
Συνδυάζοντας, λοιπόν, την αρχική ιδέα της
συλλογής που συνδέθηκε με την πράξη της κατοίκησης, βλέπουμε ότι στο πέρασμα του χρόνου η ιδέα του πανικού είναι ένα στοιχείο το οποίο ανήκει στα χαρακτηριστικά της κατοίκησης. Αν χρησιμοποιούσα σαν αρχικό όρο την «κατοίκηση ως συλλογή», θα μπορούσα σήμερα να την αλλάξω με την «κατοίκηση ως πανικός». Αν θέλετε να το πούμε διαφορετικά, «η κατοίκηση ως συλλογή πανικού». Μπορούμε να φτιάξουμε πολλούς συνδυασμούς με αυτές τις έννοιες, οι οποίοι θα λειτουργούν με κάθε τρόπο. Ο σταδιακός συνδυασμός των δύο εννοιών, η διάχυσή τους και η ενσωμάτωση στην πρακτική της κατοίκησης της προσωρινότητας, της διαρκούς μεταβλητότητας, των συγκρουσιακών καταστάσεων, των καταστάσεων αποσταθεροποίησης, της ηρωικότητας βοηθά σε μία πληρέστερη κατανόηση της κατοίκησης σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: